- ἀπάρτι
- ἀπάρτι just now, even now (not an Attic use) J 13:19; 14:7; Rv 13:13 (all Tdf.), s. ἀπʼ ἄρτι s.v. ἄρτι 3.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως … Dictionary of Greek
απαρτί — ἀπαρτί επίρρ. (Α) [άρτι] 1. τελείως, εντελώς 2. (για αριθμούς) ακριβώς 3. ακριβώς αντίθετα … Dictionary of Greek
ἀπαρτί — completely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρτίζω — (Α ἀπαρτίζω) [απαρτί] νεοελλ. συγκροτώ, συναποτελώ, καταρτίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, κανονικό 2. ετοιμάζω, συμπληρώνω, αποτελειώνω 3. (παθ. μτχ.) απηρτισμένος τέλειος, πλήρης 4. (αμτβ.) α) είμαι πλήρης, τέλειος β) είμαι κατάλληλος, ταιριάζω,… … Dictionary of Greek
απαρτίως — ἀπαρτίως επίρρ. (Α) απαρτί* … Dictionary of Greek